- κολόκουρο
- το1. το κοντό μαλλί από το κούρεμα της κοιλιάς και των ποδιών των αιγοπροβάτων.2. δωροδόκημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κολόκουρο — το 1. μαλλί μικρού μήκους που λαμβάνεται από το κούρεμα τών προβάτων και τών κατσικιών 2. φιλοδώρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλον «κολοβό» + κουρά (< κείρω «κουρεύω»)] … Dictionary of Greek
κολοκουρίζω — [κολόκουρο] (σχετικά με πρόβατα) κόβω τα μαλλιά στην κοιλιά και στα πίσω πόδια … Dictionary of Greek